Μια προσέγγιση στην ποιητική συλλογή της Afize Seferi
Της Ελένης Κοφτερού*
Σ’ ένα από τα γράμματά του στον νέο ποιητή, ο Ρίλκε παροτρύνει τον δημιουργό λέγοντάς του: «Δεν βλέπετε λοιπόν, πως το κάθε τι που συμβαίνει, είναι και μια αρχή; Υπάρχει τόση ομορφιά σε κάθε αρχίνισμα!», διασκεδάζοντας έτσι τις αμφιβολίες του συνομιλητή του για την Τέχνη. Στο πνεύμα αυτό κι εγώ, θα μιλήσω για την ομορφιά που έχει το αρχίνισμα της ποιητικής πορείας της Afize Seferi - που εμείς την ξέρουμε με το ελληνικό της όνομα «Μαρίνα» - με την πρώτη της ιδιαίτερα καλαίσθητη συλλογή που παρουσιάζουμε σήμερα εικονογραφημένη από την ίδια...
Όποιος βαδίζει για πρώτη φορά στον δρόμο της ποίησης διακατέχεται από την αγωνία και την επίγνωση των δυσκολιών του εγχειρήματος, πασχίζει να ξεπεράσει τις αναστολές του και οφείλει να προσδιορίσει τη σχέση του με την τέχνη που υπηρετεί. Νομίζω ότι το πρώτο βιβλίο του κάθε ποιητή είναι η προετοιμασία του εδάφους που κάνει ο ίδιος ώστε ν’ αρχίσει ν’ ανασκάπτει τα σωθικά της γης και των ανθρώπων για να μετουσιώσει σε τέχνη το μετάλλευμα που κρύβεται μέσα τους. Η Μαρίνα διαπιστεύεται στην ποίηση με τη συλλογή αυτή, υιοθετώντας τον τρόπο που προανέφερα.
Όπως όλοι γνωρίζουμε η ποίηση δεν έχει άλλο εκφραστικό μέσο εκτός από τη γλώσσα και τις λέξεις της. Τους φθόγγους και τις συλλαβές, τα ρήματα και τα ουσιαστικά, τις μετοχές και τις αντωνυμίες, ακόμη και τους ιδιωματισμούς ή τις λέξεις που έχουν τις ρίζες τους στην αρχαία ελληνική γλώσσα. Η Μαρίνα, διεκδικεί την προσαγόρευσή της ως ποιήτρια, όχι στην μητρική, μα στη δεύτερη γλώσσα της, την ελληνική, και αν λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι δεν έχει διδαχθεί αρχαία ή νέα ελληνικά, συμπεραίνουμε ότι τα εφόδια που της έδωσαν τη δυνατότητα να γράψει ποίηση στα ελληνικά ήταν κυρίως η αγάπη και η επιμονή της να γνωρίσει όσο καλύτερα γίνεται αυτή τη γλώσσα.
Μαθαίνει να γράφει και να προφέρει τις λέξεις μα κυρίως μαθαίνει να τις αγαπά, ζυμώνεται μ’ αυτές στην καθημερινότητα και τις χρησιμοποιεί για να εκφράσει την αιτία της γραφής της ακόμη κι όταν δε βρίσκει τη λέξη, όπως στο ποίημα «Μια λωρίδα ομίχλη»:
Σαν να έπεσε από τον ουρανό / Στη μέση του βουνού/ Ποια λέξη να βρω για να περιγράψω αυτό / που μου έστειλε η φύση;
Άλλοτε ο δισταγμός και η αναζήτηση της κατάλληλης λέξης μετατρέπεται σε λυγμό και κραυγή που βγαίνει κατευθείαν από τα σωθικά της:
Οι λέξεις τον πόνο δεν περιγράφουν / από την πείνα τα έντερα ουρλιάζουν / η νοσταλγία με τρομάζει / η μάνα πια δεν θα μ’ αγκαλιάζει.
Υπάρχει μόνο ένα ποίημα στη συλλογή που έχει τον τίτλο γραμμένο στη μητρική γλώσσα της ποιήτριας. Ο τίτλος είναι Tepershendes που σημαίνει Να χαιρετάω.
Θέλω να προσέξετε τον τελικό σύνδεσμο να που δηλώνει πρόθεση και ανάγκη (τουλάχιστον έτσι το εκλαμβάνω εγώ)
«Έβγαινα απ’ το σπίτι κι έλεγα mirmengjes (που σημαίνει Καλημέρα) «Τώρα σε τι γλώσσα Tepershendes (να σε χαιρετάω)»
Σηματοδοτούν νομίζω αυτοί οι στίχοι την αγωνία της ποιήτριας να επικοινωνήσει με τον Άλλον, τον συνάνθρωπο, τον γείτονα, τον ντόπιο. Φοβάται μήπως χάσει τον απλούστερο και ουσιαστικότερο χαιρετισμό μεταξύ των ανθρώπων που εκφράζει η καλημέρα και κατ’ επέκταση φοβάται τον κοινωνικό αποκλεισμό… Εν τέλει το ποίημα γίνεται η καλημέρα προς τον εαυτό της και τους γύρω της.
Η αίσθηση από την πρώτη ανάγνωση των ποιημάτων της συλλογής είναι η αυτή η ακατέργαστη, πρωταρχική μα τόσο ουσιώδης δίψα για ζωή και επικοινωνία. Με τη δεύτερη γλώσσα της που δεν μαθαίνει στα παιδικά χρόνια αλλά σε συνθήκες προσφυγιάς επιχειρεί τη σχέση με την ποίηση και καταθέτει τη δίψα της για ζωή. Το ενδεχόμενο της ζωής περνάει μέσα από τη σχέση με τον Άλλον, κι αυτό το επιθυμεί έντονα η ποιήτρια.
Η προσπάθεια περισυλλογής και τακτοποίησης αυτού του εκπατρισμένου υλικού, της γλώσσας, των συναισθημάτων, των ονείρων και των προσδοκιών της αποτελεί την μαγιά και την πρώτη ύλη της Τέχνης της.
Ο αναγνώστης θα παρατηρήσει την οικονομία και την λιτότητα των εκφραστικών μέσων, ώστε οι ποιητικές πραγματώσεις της να είναι σύντομες και ευσύνοπτες, ωστόσο συναντάμε και κάποια μακροσκελή ποιήματα. Οι λέξεις τοποθετούνται προσεκτικά στο ποίημα, με καλοζυγισμένη ακρίβεια, με όμορφη τονικότητα, χωρίς περιττά ψιμύθια και απεραντολογίες. Προσπαθεί να χειριστεί τη γλώσσα μέσα από τη σύμβαση της ομοιοκαταληξίας για να μιλήσει για τις αντιθέσεις της ζωής. Άλλοτε ο κόσμος είναι: «μια θάλασσα παγωμένη» κι άλλοτε «Η καλοσύνη μένει».
Μερικές φορές προσεγγίζουμε την τέχνη όπως τον χαμένο παράδεισο, ό,τι κι αν αντιπροσωπεύει αυτό για τον καθένα μας. Η ποιήτρια στερήθηκε τον παράδεισο της παιδικότητας, της πατρίδας και της γλώσσας, βίωσε την απώλεια η οποία μετουσιώθηκε σε νοσταλγία. Σ’ αυτό το γλυκόπικρο ανάγλυφο του νόστου και του άλγους ψηλαφεί με θάρρος τη δυνατότητα της ποίησης. Ωστόσο η συλλογή δεν περιορίζεται θεματικά στην κατάσταση της προσφυγιάς και το νοσταλγικό επακόλουθο.
Τα ποιήματά της δεν επιδιώκουν να ενταθεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη αλλά γράφονται γιατί η ποίηση ενυπάρχει σε κάθε τι, ελάχιστο ή καθημερινό που την αγγίζει και την αφορά. Κυρίως ενυπάρχει στα στοιχεία της φύσης τα οποία αποτελούν κύριο υλικό της θεματικής και της δόμησης των ποιημάτων της. Οι αναφορές της στα στοιχεία της φύσης δεν είναι κατάλοιπα μιας ρομαντικής διάθεσης, αλλά το περίγραμμα εντός του οποίου πιστοποιείται η ποιητική πραγματικότητα και εξελίσσεται η υπαρξιακή αγωνία, με τα ίχνη αυτής της ζύμωσης να είναι ευδιάκριτα σε όλη τη συλλογή. Μιλά για τη φύση όχι σαν παρατηρητής αλλά σαν οργανικό κομμάτι της. Ο λόγος της λιτός και πυκνός, μεταφέρει βιώματα από την καθημερινή ζωή με ευαίσθητη παραδοξότητα και ένα γοητευτικό μίγμα λυρισμού-καθημερινής συνθήκης:
Συχνά γίνεται ήλιος το κεφάλι / μα τα πόδια είναι στη γη και πάλι.
Ή «Ο πόνος κι η γη / η μόνη του ανθρώπου περιουσία / περιουσία δίχως σφραγίδες».
Οι λέξεις ριζωμένες μέσα της, διακλαδίζονται, πλέκουν τους στίχους και το ποίημα σαν δέντρο που ψηλώνει με το βλέμμα διαρκώς στον ουρανό που ευτυχώς δεν είναι απαγορευμένος.
Στην πρώτη κυρίως ενότητα με τον τίτλο «Στιγμές» μα και στις επόμενες ενότητες, γίνεται φανερή η μετουσίωση των στιγμών σε ποίηση και ο ψίθυρος των μικρών πραγμάτων διατρέχει όλη τη συλλογή.
ο ήλιος/ η βροχή/ τα μυρμήγκια/ ο κοκκινοσκούφης/ οι πεταλούδες/ το φεγγάρι/ τα λουλούδια/ οι γάτες/ μια λωρίδα ομίχλη/ η θάλασσα/ τα σπουργίτια/ τα τριαντάφυλλα/ οι μέλισσες/ λουλούδια κι αγκάθια./ Κι ένας ζητιάνος που κοιτά κατάματα τον κόσμο, μα και τα άψυχα αντικείμενα όπως ένα ποτήρι, συνδιαλέγονται με το ποιητικό υποκείμενο μα και με τον αναγνώστη, άλλοτε χαμηλόφωνα κι άλλοτε με λυγμικούς σπασμούς.
Στη δεύτερη ενότητα με τίτλο Ρίζες μακρινές, η ποιήτρια κάνει ξεκάθαρες τις προθέσεις της από το πρώτο κιόλας ποίημα με τον τίτλο: Φτερωτή προσφυγιά που περιέχει το δίπολο ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ (φυγή και φόβος) και ΦΤΕΡΩΤΗ (πέταγμα, άνοιγμα προς το θείο και το ουράνιο).
Μέσα απ’ το συναπάντημα μ΄ ένα μικρό ανυπεράσπιστο πουλί το οποίο φτερουγίζει στο ποίημα (θεωρώ ότι είναι το ίδιο σπουργίτι που πεταρίζει στο επόμενο, συγκλονιστικό για το βάθος της απλότητάς του ποίημα με τίτλο: Λιβάδι ο Φόβος), το ποιητικό υποκείμενο ταυτίζεται μαζί του. Όπως και το πουλί, στροβιλιζόμενη στην καταιγίδα της ζωής που δεν εγκαταλείπει την ελπίδα της.
Για μένα αυτό το ποίημα είναι πολύ ξεχωριστό όχι μόνο για τις εικόνες, τις μεταφορές, τον παραλληλισμό αλλά κυρίως γιατί αποτελεί αντιπροσωπευτικό παράδειγμα των όσων ανέφερα παραπάνω. Η ποιήτρια δημιουργεί γλωσσικούς και επικοινωνιακούς κώδικες με ένα πουλί που επισκέπτεται το τζάμι της. Με όχημα την έμπνευση γίνεται η ίδια πομπός και δέκτης μιας νέας γλώσσας, που δεν είναι άλλη απ’ τη γλώσσα της ποίησης.
Στην παρακάτω ενότητα με τον τίτλο «Στο φως περπαντώντας», κυριαρχεί το πάσχον σώμα ως θεμελιακό στοιχείο δόμησης των ποιημάτων. Το σώμα διχάζεται, γίνεται ξυλευμένο δέντρο, αλλού βρίσκονται οι ρίζες, αλλού ο κορμός, χάνει την πλαστικότητά του, άκαμπτο σαν κολόνα υπομένει.
“Η καρδιά μου μαραίνεται/γιατί ο πόλεμος/βλοσυρός ξυλοκόπος/τις ρίζες έκοψε στεγνά”
“ Μ’ ένα σώμα ερείπιο/πολλές φορές παραιτούμαι είπα”
Το χώμα/για στρώμα/πάπλωμα ουρανός/μες στ’ αστέρια το σώμα/η φύση, η γη ποτέ δεν με πρόδωσαν/μα οι άνθρωποι όλο πληγές/κάθε σήμερα σκέφτομαι το χθες/ρωτάω τον χρόνο: «εσύ τι μου λες;»/μου απαντάει: Προχώρα μην κλαις.
Και τέλος το πιο χαρακτηριστικό ποίημα με τον τίτλο «Σώματος υλικά»
Η καρδιά – βουνό που πέτρες βγάζει
Οι φλέβες – εργοστάσιο που ασβέστιο κατασκευάζει
Η γλώσσα – τσιμέντο αλέθει
Τα μάτια – πηγάδι νερό αναβλύζει
Το στομάχι – μπετονιέρα ανακατεύει
Το σώμα – μάντρα που χτίζεται
Με ό,τι «υλικά» έχει, έτσι θα ζήσει
Όπου το σώμα παραλληλίζεται (ποιητική αδεία φυσικά) με «μάντρα που χτίζεται» για να περιχαρακώσει την άλλη πλευρά, το αθέατο, το άρρητο, το μη σώμα. Είναι αξιοσημείωτη η εκφορά της άφατης οδύνης για το περίκλειστο και κατ’ επέκταση για το φθαρτό του σώματος.
Μέσω της τέχνης αφηγείται και περιγράφει, θρηνεί για το ανεπαρκές του κόσμου τούτου ενώ παράλληλα επαναπροσδιορίζει τη σχέση της με τη φύση και τους συνανθρώπους της, χωρίς ούτε μια στιγμή να σταματά να ψάχνει για την ελπίδα και το φως. Παραμένει αμετακίνητη στις αξίες της ανθρωπιάς και της αλληλεγγύης. Οι αναγνώστες συνομιλούν με τα ποιήματα ταυτόχρονα όμως νιώθουν ελεύθεροι να κάνουν προεκτάσεις και συνειρμούς.
Το ακατέργαστο και οι μεταβολές του ύφους της ποίησης που κυμαίνεται από λιτό και επιγραμματικό έως λυρικό, είναι δηλωτικό της αθωότητας που η ποιήτρια πασχίζει να διασώσει μέσω της ποίησης. Εγώ από την πλευρά μου το μόνο που θα προσθέσω παραφράζοντας την επιστολή του Απόστολου Παύλου προς Κορινθίους, είναι ότι η ποίηση όλα τα υπομένει και όλα τα ελπίζει.
*Η Ελένη Κοφτερού είναι ποιήτρια
Το παραπάνω κείμενο διαβάστηκε στην παρουσίαση της πρώτης ποιητικής συλλογής της Afize Seferi «Oυρανός δεν είναι απαγορευμένος» (εκδόσεις Οσελότος), στις 11 Μαρτίου 2017 στο καφέ «Μπουκαδούρα» στην Καλαμάτα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου